- γλάρος
- Κοινή ονομασία διάφορων στεγανοπόδων πτηνών της οικογένειας των λαριδών. Λέγεται και λάρος. Ο γ. έχει σώμα ατρακτοειδές και φτερούγες πολύ μακριές και μάλλον μυτερές· η ουρά του έχει μέτριες διαστάσεις, ενώ η άκρη της είναι ελαφρά στρογγυλεμένη ή μόλις διχαλωτή. Το πάνω τμήμα του ισχυρού ράμφους είναι λίγο πιο μακρύ από το κάτω με το άκρο του κυρτωμένο προς τα κάτω. Τα πόδια έχουν τέσσερα δάχτυλα, από τα οποία τα τρία συνδέονται με νηκτική μεμβράνη, ενώ το τέταρτο προς τα πίσω είναι ελεύθερο και κοντό και βρίσκεται πιο ψηλά. Ο γ. έχει αρκετή αντοχή στο πέταγμα, αλλά δεν είναι πολύ γρήγορος· διανύει μεγάλες αποστάσεις με σταθερή πτήση, συχνά αντίθετα στον άνεμο. Επιπλέει άνετα ενώ κολυμπά με ευχέρεια και είναι ικανός να κινείται γρήγορα στο έδαφος.
Ο γ. ζει συνήθως σε πολυπληθείς ομάδες κοντά στις θαλάσσιες ακτές, φτάνει όμως και στις λίμνες της ενδοχώρας ακολουθώντας τους μεγάλους ποταμούς. Τρέφεται με κάθε είδος τροφής, και για να την βρει συνοδεύει για μεγάλο διάστημα τα πλοία ή πετά πάνω από τα λιμάνια. Οι γ. κάνουν απλές φωλιές στις σχισμές των παράκτιων βράχων ή στις αμμουδιές. Σε αυτές μεγαλώνουν τα μικρά τους, που αναπτύσσονται πολύ γρήγορα τόσο, ώστε μετά από 5-6 εβδομάδες είναι ικανά να τραφούν μόνα τους. Από τα πολυάριθμα είδη γ. αναφέρονται με την επιστημονική τους ονομασία ο γ. ο βασιλικός αργυρόχρους,ο τεφρόχρους και ο μελάγχρους.Με σχετικά μέτριες διαστάσεις είναι τα είδη γ. ο κοινός ο γελών και ο γ. ο κοράλλινος.Ο πιο μικρόσωμος είναι ο γ. ο μικρός,με άνοιγμα φτερούγων όσο ενός περιστεριού, ενώ ένα από τα πιο μεγάλα είδη είναι ο γ. ο μέγας,που το ολικό μήκος του μπορεί να υπερβεί τα 70 εκ.
Το πιο μικρόσωμο είδος γλάρου είναι ο επονομαζόμενος γλάρος ο μικρός.
Οι γλάροι αναζητούν την τροφή τους στη θάλασσα, κοντά στις ακτές, αλλά επίσης και στις λίμνες και στους μεγάλους ποταμούς (φωτ. Mairani).
Οι γλάροι έχουν αρκετή αντοχή στο πέταγμα και κολυμπούν άνετα χάρη στη μεμβράνη που ενώνει τα τρία δάχτυλα κάθε ποδιού τους (φωτ. Mairani).
* * *ο (Α λάρος, Μ γλάρος)1. υδρόβιο πτηνό τής οικογένειας λαρίδες2. ο αδηφάγος, ο πλεονέκτης («πού να χορτάσει αυτός ο γλάρος»«Κλέωνα τὸν γλάρον δώρων ἑλόντες», Αριστοφ.)νεοελλ.ναυτ. το ανώτατο τμήμα τού ιστού, ηλακάτη, άτρακτος, πίπουλο, αδράχτιαρχ.ο ανόητος.[ΕΤΥΜΟΛ. γλάρος < λάρος, λέξη ήδη ομηρική με βασική σημασία «πουλί αδηφάγο, πιθ. ο γλάρος», που χρησιμοποιήθηκε επίσης μεταφορικά προκειμένου να χαρακτηρίσει τους άπληστους δημαγωγούς (κωμωδία) καθώς και τους ανόητους ανθρώπους. Υποστηρίζεται ότι το λᾰρος ανήκει σε μια οικογένεια ηχομιμητικών λέξεων που εκφράζουν την έννοια τής φωνής, τής κραυγής και που ανάγονται σε ινδοευρ. ρίζα *lā- (πρβλ. λᾰσκω «ηχώ, φωνάζω, κραυγάζω», «λαήμεναιφθέγγεσθαι», λήρος «ανόητη ομιλία, μωρολογία», λιθ. lό-ju, lo- ti, αρχ. σλαβ. la-je, -jati «βροντώ, φωνάζω», αρμ. larm «κλαίω»)].
Dictionary of Greek. 2013.